Εθνικόν είναι το αληθές, είχε πει ο Διονύσιος Σολωμός. Ποτέ το αντίθετο. Και για να είμαι ειλικρινής δεν βλέπω τι είναι αυτό που γράφεται για μας σε όλα αυτά τα δήθεν προπαγανδιστικά μέσα του δυτικού κόσμου και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Το αν δεν μας αρέσει το πρόσωπο μας στον καθρέφτη και θέλουμε να το κρύψουμε, να το κρύψουμε ακόμη και από τον ίδιο μας τον εαυτό, για να συνεχίσουμε να ζούμε σε έναν κόσμο που υπάρχει μόνο στην φαντασία και τα όνειρα μας, είναι άλλης τάξεως ζήτημα.
Οι ευρωπαίοι ξέρουν πλέον πολύ καλά, -και αυτό είναι κάτι που και εμείς γνωρίζουμε αλλά αρνούμεθα να το ομολογήσουμε ακόμη και στον ίδιο μας τον εαυτό-, τι πρόκειται να κάνουμε αν και αυτήν την φορά μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε χωρίς όρους καινούργια δανεικά. Οι πολιτικοί, -σήμερα είναι αυτοί του ΠΑΣΟΚ και δεν θα έκανε καμία διαφορά εάν ήταν της ΝΔ-, περιμένουν πως και πως για να πετάξουν τα μισά διορίζοντας νέες στρατιές άχρηστων μονίμων υπαλλήλων και εξαθλιωμένων stagiers, μετρώντας τα εξαργυρώσιμα κουκιά των επόμενων εκλογών. Από κοντά η συμπαθής τάξη των νταβατζήδων, σε αγαστή συνεργασία με τους παραπάνω, βρίσκεται σε ετοιμότητα για έναν ακόμη γύρο χρυσοπληρωμένων δήθεν αναπτυξιακών έργων. Και στην ουρά ο ίδιος ο αγνός λαός, τα εκατομμύρια των ανώνυμων, πάντα πρόθυμος να εξαγορασθεί φτηνά και να νομιμοποιήσει την παρακμή με την ψήφο του, στο παιχνίδι της δίχως κανόνες νόθας δημοκρατίας. Για να πάρει το δικό του μικρό μερίδιο στο παιχνίδι της διαφθοράς και να διαιωνίσει την ομερτά του με τους ισχυρούς. Για ένα εκτρωματικό αυθαίρετο, μια μικρή μίζα στο νοσοκομείο, ένα δωράκι στο τελωνείο, ένα ποσοστό για τα στραβά μάτια στην εφορία. Και στο βάθος για να κρατάει ζωντανή η ελπίδα στο υπέρτατο όνειρο. Ένα από τα παιδιά στο δημόσιο, έστω και αν δεν μπορεί, έστω και αν για να προτιμηθεί στην συνέντευξη θα πρέπει να αδικηθεί βαριά και να πνιγεί στο μίσος που γεννά η αίσθηση της άνισης μεταχείρισης το παιδί του γείτονα, που απλά τυχαίνει να είναι καλύτερο. Αυτόν τον ιδιότυπο παράδεισο που έχουμε φτιάξει τον ονομάζουμε αυτάρεσκα χώρο εθνικής κυριαρχίας. Και το δικαίωμα να τον συντηρούμε ανενόχλητα με δανεικά ελληνική υπερηφάνεια.
Μιλάμε ακατάπαυστα και με ακλόνητη βεβαιότητα για πράγματα που πολύ λίγο γνωρίζουμε. Δεν έχουμε ιδέα για το ποιοι είναι οι Γάλλοι, οι Γερμανοί, οι Άγγλοι αλλά δεν διστάζουμε να τους περνάμε κάθε μέρα από τα αυστηρά λαϊκά μας δικαστήρια. Μας ενοχλεί η δήθεν άδικη σημερινή τους στάση. Ξεχνάμε όμως ότι όλα αυτά τα δυσάρεστα που σήμερα μας υπαγορεύουν βασίζονται σε προσυμφωνημένους όρους που φέρουν από κάτω φαρδιά πλατιά την υπογραφή μας. "Τα υψηλά μέρη αποφάσισαν και συμφώνησαν" γράφουν στο προοίμιο τους οι συνθήκες που κάποτε με χαρά συναποδεχθήκαμε. Ξεχνάμε ότι κανείς δεν μας ανάγκασε να το κάνουμε. Μιλώντας για την χαμένη εθνική μας κυριαρχία ξεχνάμε επίσης και κάτι άλλο. Ότι την στιγμή της υπογραφής των συνθηκών, αυτοί που σήμερα κατηγορούνται ως νέοι εχθροί του ελληνισμού, μας εκχώρησαν, στο μέρος που μας αναλογούσε, ένα κομμάτι της δικής τους εθνικής κυριαρχίας. Μας έδωσαν την εξουσία να χειριζόμαστε το νόμισμα τους, να συνδιαμορφώνουμε το μέλλον τους και να ασκούμε βέτο στις αποφάσεις που αφορούν και τις δικές τους ζωές. Και τώρα δεν κάνουν τίποτε περισσότερο από του να ζητούν την εφαρμογή των συμφωνηθέντων.
Αλλά μια και το πρόβλημα μας είναι η εθνική μας κυριαρχία. Τι σημαίνει αυτός ο τόσο βαριά φορτισμένος όρος; Μήπως γυμνός από το ουσιαστικό του περιεχόμενο έχει απομείνει μόνο ένα άδειο κέλυφος, που διεγείρει το συναίσθημα των ελλήνων χωρίς να ακουμπά ούτε κατ΄ ελάχιστον την λογική τους; Ποιο είναι άραγε το νόημα της κυριαρχίας για τον μέσο έλληνα, που όταν έρθει η ώρα να διεκδικήσει τα στοιχειώδη δικαιώματα του στριμώχνεται ταπεινωμένος μέσα σε βουλευτικά γραφεία, αντί να αναζητά τις απαντήσεις που χρειάζεται στον νόμο και στις γραμμές του κοινωνικού του συμβολαίου; Που τρέμει μπροστά στην αυθαιρεσία του χωρίς κανόνες φορολογικού ελέγχου. Που είναι φόρου υποτελής μιας εξαχρειωμένης δημοσιοϋπαλληλίας, οχυρωμένης πίσω από τα προνόμια της μονιμότητας και του νομικά ακαταδίωκτου. Που φτάνει όλο και πιο συχνά να ακουμπά στα όρια της απεγνωσμένης αυτοδικίας ή της καταθλιπτικής παραίτησης, στερούμενος το προνόμιο του φυσικού του δικαστή. Που βιώνει καθημερινά την βία της αναξιοκρατίας, έχοντας σαν μόνη υπαρκτή ελπίδα να αλλάξει στρατόπεδο και να βρεθεί αυτός, από την θέση του αδικημένου, στην θέση αυτού που με την σειρά του θα αδικεί. Αν πρόκειται να χάσουμε αυτήν την κυριαρχία, αυτό το δικαίωμα να μετατρέπουμε την κοινωνία μας σε μια κατακερματισμένη ζούγκλα αντικρουόμενων συμφερόντων, όπου το δίκαιο του ισχυρού κυριαρχεί πέρα από κάθε έννοια δικαιοσύνης και ηθικής, θα έπρεπε να ευχαριστούμε θερμά και όχι να λοιδορούμε αυτούς που σήμερα βαλθήκαμε να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι συνωμοτούν εναντίον μας.
Και από την άλλη μεριά ο θρήνος για την εν κινδύνω ευρισκόμενη περηφάνια μας. Περηφάνια για μια γλώσσα που οι πιο πολλοί πλέον δεν γνωρίζουν να γράφουν και να μιλούν. Για μια ιστορία που σχεδόν οι πάντες αγνοούν. Για μια χώρα που θέλουμε να νομίζουμε αυτάρεσκα ότι παραμένει όμορφη κλείνοντας τα μάτια στον καθημερινό βιασμό της από τις εκτρωματικές μας πόλεις, τα άθλια και βρωμερά δημόσια κτίρια, τα εκατομμύρια αυθαίρετα που μολύνουν τον αισθητικό ορίζοντα, τις χιλιάδες χωματερές και τα μολυσμένα ποτάμια. Για κάποιες οριστικά χαμένες παραδόσεις, που κολακευόμαστε ότι ακόμη διατηρούμε όταν μαζευόμαστε στις τσιμεντένιες πλατείες, πάνω από πλαστικά τραπεζομάντηλα, για να ακούσουμε όχι τραγούδια λαϊκά αλλά τραγούδια που φτιάχτηκαν για τον λαό. Για τα άλλοτε Χριστούγεννα, που έχουν καταντήσει γιορτή της καταναλωτικής παραζάλης των εμπορικών κέντρων. Και για το ψεύτικο πια Ελληνικό Πάσχα της υψηλής γευσιγνωσίας των νηστίσιμων ψαρικών, στους οργιαστικούς μπουφέδες των ξενοδοχείων της Μυκόνου το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής. Τι σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά με εκείνες τις ελληνικές κοινότητες των απλών και ευλαβών πανηγυριστών, που έρχονταν απ' τα πολύ παλιά και που μαζεύονταν μέσα στο άγριο καταχείμωνο στον Χριστό στο Κάστρο, στην Σκιάθο του Παπαδιαμάντη;
Περήφανοι για το είδωλο μας στον παραμορφωτικό καθρέπτη μιλάμε με περιφρόνηση για τους, όπως νομίζουμε, ψυχρούς και μηχανιστικούς κόσμους των άγγλων και των γερμανών. Έχει δει κανείς από μας άγγλους δικηγόρους να αγορεύουν και δικαστές να δικάζουν φορώντας τα θεατρικά, αλλά τόσο βαθιά λειτουργικά για την αίσθηση της απονομής πραγματικής δικαιοσύνης, σύμβολα της ιερής παράδοσης αιώνων; Έχει βρεθεί κάποιος από τους αυστηρούς νεοέλληνες κριτές μάρτυρας σε τοπική γιορτή, σε παρέλαση αρχέγονων συμβόλων για τον εορτασμό της σοδειάς, σε ένα από τα χωριά της βαθιάς Βαυαρίας; Αντίθετα, κάποιοι από εμάς έχουν επισκεφθεί το Μέγα Σπήλαιο. Αλλά σε κανέναν δεν έκαναν δυσάρεστη εντύπωση οι χαραγμένες με σουγιά παλιές τοιχογραφίες, με τις τρυπημένες από βέλη καρδιές των ερωτευμένων επισκεπτών και τις ημερομηνίες που παραβρέθηκαν εκεί ο Γιώργος από το Αγρίνιο, η Καίτη από τον Χολαργό και τα ελληνόπαιδα της τρίτης τάξης του Β΄ Λυκείου της Θεσσαλονίκης.
Θα είναι μια λύτρωση να μείνουμε γυμνοί από μια τέτοια περηφάνια. Ακόμη και αν αυτό είναι κάτι που μας ζητούν αυτοί που, για μια ακόμη φορά στην μακραίωνη ιστορία μας, μας μισούν και μας εχθρεύονται. Μόνο και μόνο επειδή είμαστε Έλληνες.
Tweet