Ας γίνουμε για λίγο καλόπιστοι. Kαι ας υποθέσουμε, για μια μόνο στιγμή, ότι όλα αυτά που ακούμε τους τελευταίους μήνες δεν είναι ένας αφόρητος λευκός θόρυβος από φλύαρες υποκρισίες. Αλλά η πραγματική φωνή των ταγών και των ανθρώπων μιας χώρας, που έχουν σκύψει το κεφάλι και προσπαθούν με περισυλλογή, ειλικρίνεια και αίσθημα ευθύνης να ανακαλύψουν τα λάθη του παρελθόντος τους. Και, στο πλαίσιο αυτό, ας λάβουμε υπ' όψη μας μια αναντίρρητη αλήθεια. Σύμφωνα με την οποία, ένα μεγάλο μέρος του τεράστιου ποσού, που αποτελεί σήμερα το δημόσιο χρέος μας, σπαταλήθηκε ασυλλόγιστα στον τομέα των μεγάλων έργων και των κάθε λογής δημόσιων προμηθειών. Μέσα σε ένα κλίμα παράνομων συναλλαγών και αχαλίνωτης διαφθοράς.
Θα διαπιστώσουμε τότε ότι ξεχνάμε μια μικρή και καθόλου ασήμαντη λεπτομέρεια. Ενώ επιρρίπτουμε ευθύνες στην πολιτική ηγεσία, την διοίκηση, στον τύπο και στους διαπλεκόμενους επιχειρηματίες, αφήνουμε στο απυρόβλητο κάποιους, αφανείς, -και μυστηριώδεις για τους πολλούς-, αλλά εξαιρετικά σημαντικούς παράγοντες της δημόσιας ζωής. Την Διοικητική και την Δημοσιονομική δικαιοσύνη. Το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Αυτό γίνεται περισσότερο από άγνοια. Και πράγματι, σε μια χώρα που επιμένει να μην διατηρεί καλές σχέσεις με τους νόμους και τους κανόνες και που τα πάντα αποτελούν αντικείμενο αγοραίας διαπραγμάτευσης, ανάλογα με τις ισορροπίες ισχύος και συμφερόντων και τις δυνατότητες επηρεασμού της κοινής γνώμης, ο ρόλος των ανώτατων θεσμικών διαιτητών, είναι φυσικό να φαντάζει ασήμαντος και περιθωριακός και να υποτιμάται ανάλογα.
Ξεχνούμε λοιπόν κάτι. Ότι η νομιμότητα του συνόλου των μεγάλων συμβάσεων που υπέγραψε το ελληνικό κράτος εξετάστηκε "εξονυχιστικά" από το Ανώτατο Δημοσιονομικό Δικαστήριο. Ότι το σύνολο των πληρωμών που εκτελέστηκαν υπέστη την ίδια "εξαντλητική" βάσανο. Και ότι ένα μεγάλο μέρος των ενδιάμεσων διαδικασιών, που οδήγησαν στην κατανομή των αναθέσεων, εξετάστηκε, με την ίδια "επιμέλεια|, από την Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, μετά από προσφυγές και αιτήσεις παροχής δικαστικής προστασίας των συμμετεχόντων. Όλα αυτά, λοιπόν, βρέθηκαν, στην συντριπτική πλειοψηφία τους, νομιμότατα. Ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες όπου και ένα μικρό παιδί θα μπορούσε να δει ξεκάθαρα που κρύβονταν η απάτη. Τι ακριβώς συνέβη;
Η δικαστική εξουσία υποτίθεται πως είναι ανεξάρτητη. Υποτίθεται πως είναι ισότιμη με τις άλλες δύο και πως αποστολή της είναι να ελέγχει την νομιμότητα της λειτουργίας τους. Να ελέγχει αν η βουλή νομοθετεί σύμφωνα με το Σύνταγμα, το Κοινοτικό Δίκαιο και τις Διεθνείς Συνθήκες και εάν η εκτελεστική εξουσία ασκεί την δική της αρμοδιότητα της, που δεν είναι άλλη από την πιστή εφαρμογή όσων προβλέπουν οι νόμοι, με τον τρόπο που το προβλέπουν. Η δικαστική εξουσία υποτίθεται ότι είναι ο μηχανισμός αυτορρύθμισης του συστήματος. Αλλά, αυτή η δικαστική εξουσία, τα έβρισκε πάντοτε όλα καλά καμωμένα και σύμφωνα με την τάξη του νομικού κόσμου. Μέχρι η χώρα να χρεοκοπήσει, μέσα σε ένα κλίμα καθολικής απαξίας των μηχανισμών του κράτους και μια διάχυτη αίσθηση γενικευμένης ανομίας. Τι συνέβη λοιπόν; Τι έκανε λάθος η δικαιοσύνη μας; Εάν ήταν πραγματική δικαιοσύνη βέβαια.
Η μόνιμη και πρόχειρη δικαιολογία των δικαστών είναι ότι, αυτοί δεν κάνουν και δεν πρέπει να κάνουν τίποτε περισσότερο από του να εφαρμόζουν τους νόμους και το Σύνταγμα. Και η εφαρμογή κάποιων κακών νόμων, λένε, που στηρίζονται σε ένα εξίσου κακό Σύνταγμα, παράγει, αναγκαστικά, ακατάλληλα και ασύμβατα με την δικαιοσύνη και την καλή διαχείριση αποτελέσματα. Ακούγεται καλό αυτό αλλά απέχει πολύ από του να είναι η αλήθεια.
Το σύνταγμα δεν επιτρέπει απλά αλλά, αντίθετα, δίνει ρητή εντολή στον δικαστή να μην εφαρμόζει νόμο ή άλλη διάταξη κανονιστικού περιεχομένου που δεν συμφωνεί με αυτό. Και μια και η χώρα δεν διαθέτει Συνταγματικό Δικαστήριο ο έλεγχος αντισυνταγματικότητας των νόμων πρέπει υποχρεωτικά να προηγείται κάθε αυτόνομης δικαστικής κρίσης. Η παράβαση αυτής της εντολής ήταν η πρώτη σοβαρή παράλειψη των δικαστηρίων.
Ο έλεγχος αντισυνταγματικότητας δεν είναι πάντα μια εύκολη υπόθεση. Επειδή στις περισσότερες περιπτώσεις στηρίζεται όχι σε απλουστευμένες γραμματικές ερμηνείες αλλά στο πνεύμα του νόμου, που πρέπει να ευθυγραμμίζεται με το πνεύμα του συντάγματος. Υπό αυτήν την έννοια η διαδικασία μέσα από την οποία θα προκύψει το συμπέρασμα της ταύτισης του σκοπού του νόμου με την πρωτογενή επιθυμία του συνταγματικού νομοθέτη απαιτεί συστηματική ερμηνεία, που θα λαμβάνει υπ' όψη της μια μακρά σειρά δεδομένων. Από την ιστορική πραγματικότητα των εποχών και τις αλλαγές που προκύπτουν, μέχρι την πολιτική συγκυρία και τα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα. Θα φθάσει να σταθμίσει ακόμη και την ίδια την έννοια των λέξεων που χρησιμοποιήθηκαν για την σύνταξη των κειμένων, και των οποίων το νόημα μπορεί να αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου και να διαθέτει αυξημένη ή μειωμένη βαρύτητα. Επιπλέον θα πρέπει να περάσει τον νόμο από την βάσανο του ελέγχου της συμφωνίας του με τις αρχές δικαίου, που δεν αναφέρονται στο Σύνταγμα αλλά πηγάζουν κατ' ευθείαν από αυτό, μέσω της βαθιάς ερμηνείας του. Αν για τους δικαστές των χαμηλότερων βαθμίδων η διαδικασία αυτή είναι συμπληρωματική του έργου τους, για αυτούς της ανώτατης δικαιοσύνης είναι η σχεδόν αποκλειστική αποστολή. Σε αυτήν τους την αποστολή οι δικαστές των δύο ανωτάτων δικαστηρίων της διοίκησης απέτυχαν πλήρως. Λειτούργησαν πολύ περισσότερο σαν επαρχιακοί ειρηνοδίκες, που δικάζουν βαριεστημένα τις υποθέσεις των πολιτών, έχοντας σαν στόχο την ικανοποίηση του τοπικού αγά και λιγότερο σαν ταγοί και αδέκαστοι εγγυητές της τήρησης του κοινωνικού συμβολαίου.
Αλλά ας αρχίσουμε από τα εύκολα. Από περιπτώσεις στις οποίες ο νόμος, (αυτός που δήθεν έδενε τα χέρια των δικαστών), ήταν αντισυνταγματικός και στις οποίες η διαπίστωση αυτή δεν απαιτούσε κατάδυση στις περιοχές των απροσπέλαστων νομικών μυστικών.
Την τελευταία δεκαετία η βουλή ψήφισε περισσότερες από μισή ντουζίνα διατάξεις (τροπολογίες λίγων γραμμών σε άσχετα νομοσχέδια) με τις οποίες οι τεράστιες δαπάνες κάποιων δημόσιων φορέων, παρά το γεγονός ότι ήταν προδήλως παράνομες, "θεωρήθηκαν" νόμιμες και επιτράπηκε η πληρωμή τους. Το γεγονός της πρόδηλης παρανομίας προκύπτει αυταπόδεικτα από την ίδια την ανάγκη της θέσπισης των "νομιμοποιητικών" τροπολογιών. Οι δαπάνες αυτές ανέρχονταν σε δεκάδες δις και είχαν γίνει από τους δήμους, τα νοσοκομεία και όχι μόνον. Η νομοθετική εξουσία, λοιπόν, όχι μόνο "νομιμοποίησε" τις δαπάνες αυτές, κατά παράβαση κάθε έννοιας συνταγματικής νομιμότητας, αλλά παράλληλα παρεμπόδισε και τον, έστω και εκ των υστέρων, έλεγχο, από τον οποίον θα μπορούσαν να προκύψουν είτε οι ποινικές ευθύνες των αρμοδίων είτε οι προς διόρθωση εγγενείς αδυναμίες των διοικητικών μηχανισμών, που διευκόλυναν την διασπάθιση του δημοσίου χρήματος. Ακολούθως, η ανακουφισμένη πλέον διοίκηση θυμήθηκε την τυπική πλευρά του νόμου και έστειλε τα εντάλματα πληρωμής για σφράγιση στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Όχι για έλεγχο. Για σφράγιση. Και το Ελεγκτικό Συνέδριο τα σφράγισε χωρίς πολλά λόγια, αποδεχόμενο ασμένως τον ευνουχισμό του και την, μέσω αυτού, κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος.
Το 2001, με αφορμή την ψήφιση του άρθρου 15 του Ν.2955/2001, το οποίο αφορούσε την "νομιμοποίηση" των δαπανών του Υπουργείου Υγείας, (υπουργός τότε ήταν ο κ. Αλ. Παπαδόπουλος), είχα την ευκαιρία να συζητήσω ο ίδιος το ζήτημα, σε διαδοχικές συναντήσεις, με τον τότε πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Στην αρχή ο ανώτατος δικαστής, όταν είδε το σχέδιο της διάταξης, αντέδρασε ειρωνικά, λέγοντας ότι αυτά τα πράγματα είναι αντισυνταγματικά και "δεν υπάρχει περίπτωση" να περάσουν. Η αντίδραση ήταν λογική και μέσα στο πλαίσιο του νόμου και, όπως είναι φυσικό, δεν υπήρξε περιθώριο διαφωνίας ή ψόγου. Λίγες μέρες αργότερα η στάση του έγινε περισσότερο στωική και υποχωρητική. Ο νομοθέτης είναι πανίσχυρος είπε κουρασμένα. Αφού το θέλει δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια. Του θύμισα ότι, με το άρθρο 98 του Συντάγματος, ο έλεγχος των δαπανών της διοίκησης έχει ανατεθεί αποκλειστικά στο ανεξάρτητο Δικαστήριό του και ότι ο κοινός νομοθέτης δεν διαθέτει καμία αρμοδιότητα για την αναστολή ή την παράκαμψη της διενέργειας αυτού του ελέγχου. Και ότι η διάταξη του Παπαδόπουλου ήταν χωρίς αμφιβολία αντισυνταγματική. Δεν απάντησε. Κούνησε απλά το κεφάλι. Στην τρίτη συνάντηση είχε ανακτήσει πλήρως την αυτοπεποίθηση του. Δεν θα είμαι εγώ αυτός που θα κλείσω τα νοσοκομεία, είπε, δείχνοντας ξεκάθαρα ότι η συζήτηση είχε λάβει τέλος. Σε λίγες εβδομάδες το σύνολο των χρηματικών ενταλμάτων είχε σφραγισθεί και οι παράνομες δαπάνες είχαν πληρωθεί χωρίς έλεγχο. Η διοίκηση πήρε το ξεκάθαρο μήνυμα ότι μπορεί να συνεχίσει την κερδοφόρα δραστηριότητα της ανενόχλητη.
Σύμφωνα με τον αρχιδικαστή, η παράβαση των συνταγματικών αρχών έγινε προς χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Η απλοϊκή λογική του (αλλά και το μήνυμα που ασφαλώς θα πήρε από την πολιτική ηγεσία) έλεγε προφανώς ότι εάν οι παράνομες οφειλές δεν εξοφληθούν, χωρίς περιττές διαδικασίες ελέγχου και απόδοσης ποινών, οι προμηθευτές θα επιβάλλουν εμπάργκο στα νοσοκομεία, με αποτέλεσμα την διακινδύνευση της δημόσια υγείας. Για να καταλήξει σε αυτήν την παιδαριώδη απόφαση ξεχνούσε όχι μόνον ένα αλλά πολλά βασικά πράγματα.
Το πρώτο από όλα ήταν ότι, η αρμοδιότητα του ήταν σαφώς περιορισμένη στον έλεγχο της τυπικής νομιμότητας των πράξεων της διοίκησης και σε καμία περίπτωση στην εκτίμηση της ουσίας ή των πραγματικών περιστατικών. Η προστασία της δημόσιας υγείας έχει ανατεθεί σε άλλους λειτουργούς. Το Σύνταγμα φρόντισε, κατά την διανομή των σχετικών ρόλων, να δημιουργήσει ασφαλή στεγανά ανάμεσα στις διαφορετικές αρμοδιότητες, που ασκούνται για να έρθει εις πέρας η βαριά αποστολή της ομαλής λειτουργίας του κράτους. Τα στεγανά αυτά διασφαλίζουν τον αμοιβαίο έλεγχο των δραστηριοτήτων των κρατικών οργάνων και αποτελούν τις δικλείδες ασφαλείας και τους μηχανισμούς αυτορρύθμισης. Η δε κατάργηση τους διευκολύνει και ενθαρρύνει την ανομία.
Κατά δεύτερον, ο πρόεδρος του Ελ. Συνεδρίου λησμόνησε την θεμελιώδη αρχή που ορίζει ότι το δημόσιο συμφέρον ταυτίζεται αναγκαστικά με την εφαρμογή του νόμου. Τυχόν παράβαση αυτής της αρχής, σύμφωνα πάντα με την νομολογία των ίδιων των ανώτατων δικαστηρίων, μπορεί να είναι οριακά επιτρεπτή, μόνο σε αντικειμενικά έκτακτες περιστάσεις, και να αιτιολογείται ειδικά και εξαντλητικά. Η ύπαρξη παράνομων δαπανών αξίας πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων ή δισεκατομμυρίων ευρώ δεν μπορεί ασφαλώς να υπαχθεί σε μια τέτοια κατηγορία. Και η απλή, χωρίς περαιτέρω επεξηγήσεις, αναφορά της συνδρομής του δημοσίου συμφέροντος δεν αρκεί.
Τέλος η συλλογιστική του πρόεδρου του Δημοσιονομικού Δικαστηρίου δεν λαμβάνει υπ' όψη της ένα ακόμη βασικό δεδομένο. Ότι η ομαλή λειτουργία του κράτους δεν μπορεί να στηρίζεται σε παράνομες συναλλαγές, ωσάν αυτές να είναι νομοτελειακά αναπόφευκτες. Εάν οι παρόντες προμηθευτές δεν μπορούν να λειτουργήσουν νόμιμα η πολιτεία οφείλει να τους αποβάλλει και να αναζητήσει άλλους. Και όχι να αποδεχθεί τον εκβιασμό τους και τους όρους που θέτουν, προσποιούμενη ότι το κάνει επειδή δεν διαθέτει άλλο τρόπο για την προστασία βασικών αγαθών, όπως εν προκειμένω η δημόσια υγεία. Παρόμοια αντίληψη ακυρώνει πλήρως την έννοια της κρατικής ισχύος και συνακόλουθα της προστασίας των ευρύτερων συμφερόντων της κοινωνίας.
Τα επόμενα χρόνια η σκηνή αυτή επαναλήφθηκε πολλές φορές. Άλλοτε με τις δαπάνες των νοσοκομείων και άλλοτε με αυτές της τοπικής αυτοδιοίκησης. Μπορεί γι' αυτό να ερωτηθούν όλοι οι διατελέσαντες υπουργοί υγείας (του ΠΑΣΟΚ ή της ΝΔ) καθώς και αυτοί της Δημόσιας Διοίκησης. Ο κ. Παυλόπουλος, αν και διαπρεπής νομομαθής και συνταγματολόγος, έχει όχι μια, αλλά τουλάχιστον δύο ρυθμίσεις στο ενεργητικό του. Υπό αυτές τις συνθήκες, τόσο οι παράγοντες της διοίκησης, όσο και οι διαπλεκόμενοι επιχειρηματίες και οι πολιτικοί προστάτες τους, γνώριζαν ότι το Συνταγματικό ανάχωμα του δημοσιονομικού ελέγχου είχε καταργηθεί και ότι κάθε καταστρατήγηση του νόμου, με αποτέλεσμα την παράνομη άντληση πλούτου από το δημόσιο ταμείο, μπορούσε να θεραπευθεί με μια μικρή τροπολογία λίγων γραμμών, ψηφισμένη με εγκληματική ελαφρότητα από το κοπάδι των καλοπληρωμένων ανοήτων της βουλής. Χάθηκαν δεκάδες δισεκατομμύρια.
Ας μεταφερθούμε με την φαντασία μας σε μια άλλη χώρα.. Και ας υποθέσουμε ότι το εκεί Δημοσιονομικό Δικαστήριο διέθετε δικαστές. Και όρθωνε το ανάστημά του, έκλεινε τα μάτια, όπως οφείλει να κάνει πάντα η δικαιοσύνη, και εφάρμοζε πιστά την εντολή που είχε πάρει από την κοινωνία. Τι θα γινόταν;
Στην αρχή μια μικρή ανακατωσούρα. Και μετά, θα ακολουθούσε το ξεσκέπασμα των παραγόντων της διοίκησης που συμμετείχαν στο φαγοπότι. Πράγματι, η ενδεχόμενη απώλεια τόσων χρημάτων από τα ταμεία των καλών επιχειρηματιών δεν θα άφηνε περιθώρια για την διατήρηση των τόσο στενών "σχέσεων φιλίας" που είχαν αναπτυχθεί, τις εποχές που κάθονταν όλοι μαζί στο κοινό πλούσιο τραπέζι. Ο ένας θα άρχιζε να "δίνει" τον άλλον για να σώσει μέσα στην καταιγίδα το δικό του έχειν. Και όλοι μαζί θα "έδιναν" τους πολιτικούς προστάτες. Την ηγεσία της μαφιόζικης δομής του κρατικού μας οικοδομήματος. Τελικά, η κοινωνία θα μάθαινε και θα μπορούσε να προστατευθεί. Οι θεσμοί θα λειτουργούσαν κα θα διατηρούσαν την ισχύ των επιθυμητών μέσων όρων. Δεν θα φτάναμε απελπισμένοι στα άκρα.
Πριν από λίγους μόνο μήνες το Ελεγκτικό Συνέδριο αποδέχθηκε, για πολλοστή φορά, με τροπολογία της Μαριλίζας, την πληρωμή μερικών ακόμη παράνομα σπαταλημένων δισεκατομμυρίων ευρώ. Η αιτιολογία; Το Δημόσιο συμφέρον και πάλι. Η υγεία του ελληνικού λαού. Στο μεταξύ η χώρα είχε χρεοκοπήσει.
Η συνέχεια, όμως, σε επόμενη ανάρτηση.