Σάββατο, Δεκεμβρίου 20, 2008

-Ο καθ. Γιανναράς και τα χειμερινά ανάκτορα



Ακούγοντας χθες από τον Σκάι τον καθηγητή Γιανναρά να καλεί τους διαδηλωτές, -εάν πραγματικά θέλουν να ισχυρίζονται βάσιμα ότι μετέχουν σε μια αυθεντική εξέγερση και όχι σε έναν ανεύθυνο χαβαλέ-, να αφήσουν ήσυχες τις βιτρίνες των μεροκαματιάρηδων και να κατευθύνουν την καταστροφική τους μανία στα γραφεία των κομμάτων και της βουλής, στις έδρες δηλαδή των πραγματικών ενόχων, θυμήθηκα μια επιφυλλίδα του που δημοσιεύθηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ την 15η Ιουνίου. Διαβάζοντας το κείμενο εκείνο, -με το οποίο πρέπει να πω ότι συμφώνησα ανεπιφύλακτα-, είχα την αίσθηση ότι ο συντηρητικός διανοούμενος δεν έκανε τίποτε λιγότερο από το να καλεί τους έλληνες σε πολιτική ανυπακοή. Εγραψα τότε ένα μικρό σχόλιο, που όμως δεν δημοσίευσα, ίσως γιατί δεν ήμουν απόλυτα βέβαιος.

Μετά τα όσα άκουσα στην χθεσινή συνέντευξη δεν διατηρώ την παραμικρή αμφιβολία. Το παραθέτω λοιπόν τώρα πιστεύοντας ότι, με όλα όσα βλέπουμε τον τελευταίο καιρό οι προτροπές αυτού του είδους υποδεικνύουν την τελευταία μας ευκαιρία.


-----------------------------------------------------------------------------

Πραγματικά εντυπωσιακό το άρθρο του καθηγητή Χρήστου Γιανναρά στην Καθημερινή της 15ης Ιουνίου. Παρά το γεγονός ότι δεν προκαλεί έκπληξη η δριμεία επίθεση του αρθρογράφου κατά του πολιτικού συστήματος της χώρας είναι η πρώτη φορά που μπορεί κανείς να διαπιστώσει μια ελάχιστα συγκαλυμμένη προτροπή για πολιτική ανυπακοή.


Ασφαλώς η πρώτη επιπόλαια εντύπωση του αναγνώστη δεν μπορεί παρά να είναι αυτή που θέλει τον κ. Γιανναρά να ασχολείται πρωτίστως με τα κόμματα της αριστεράς και να καταδικάζει την ανεύθυνη, καιροσκοπική και οπωσδήποτε φασίζουσα συμπεριφορά τους. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ανάγνωση και μια προσπάθεια αποκωδικοποίησης κάποιων λέξεων και φράσεων, που κατέχουν θέσεις κλειδιά στο κείμενο, θα πρέπει να οδηγήσουν σε πολύ διαφορετικά συμπεράσματα.


Μέχρι την μέση περίπου του κειμένου η ροή των σκέψεων είναι συμβατική και προσιδιάζει στις "συντηρητικές" και "αντιδραστικές" ιδιότητες που πολλοί, δήθεν προοδευτικοί και φιλελεύθεροι, θέλουν να αποδίδουν στον συγγραφέα. Εκεί όμως που κανείς δεν θα το περίμενε ο κ. Γιανναράς εισάγει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παρατήρηση που ανατρέπει την μέχρι την στιγμή εκείνη συμβατική αφήγηση.


"Βέβαια", λέει, "στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ), οι φασιστικές πρακτικές τους δεν έχουν την ειλικρίνεια μιας δηλωμένης αντιπαλότητας προς την δημοκρατία. … … Εμποδίζουν την εφαρμογή νόμων ψηφισμένων από την Βουλή, όχι για να συντονισθούν τα κόμματα με κάποια έκτακτη, αυθόρμητη έκρηξη λαϊκής οργής, όχι για να συστρατευθούν με ανθρώπους κατάφωρα αδικημένους ή πεινασμένους".


Αφαιρώντας τα στερητικά μόρια μπορούμε να ξαναδιαβάσουμε τις προτάσεις και να συμπεράνουμε ότι καμιά φορά, κάποιες "φασιστικές πρακτικές" μπορεί και να "έχουν την ειλικρίνεια μιας δηλωμένης αντιπαλότητας προς την δημοκρατία". Και υπάρχουν περιπτώσεις που η παρεμπόδιση της εφαρμογής των ψηφισμένων νόμων μπορεί να έχει σαν σκοπό "τον συντονισμό με κάποια αυθόρμητη έκρηξη λαϊκής οργής ή την συστράτευση με ανθρώπους κατάφωρα αδικημένους ή πεινασμένους". Ποια δημοκρατία είναι όμως αυτή που επιτρέπει στους κόλπους της την ύπαρξη "ανθρώπων κατάφωρα αδικημένων ή πεινασμένων"; Ποια δημοκρατία είναι αυτή και τι είδους θεσμούς και δικλείδες ασφαλείας διαθέτει ώστε να μην μπορεί να αντέξει στην πίεση γεγονότων που οδηγούν σε "αυθόρμητες εκρήξεις λαϊκής οργής"; Εν τέλει πόσο πραγματική δημοκρατία μπορεί να είναι μια τέτοια δημοκρατία; Και εάν όντως υπάρχει μια τέτοια δημοκρατία, που μπορεί να εκτρέφει και να ανέχεται παρόμοια νοσηρά φαινόμενα, πόσο κακός μπορεί να είναι ο κάθε φασισμός που την πολεμάει; Ο στοχαστής έχει ήδη κάνει την πρώτη υπέρβαση. Μήπως τελικά μπορεί να υπάρξει και καλή πολιτική ανυπακοή; Μήπως τελικά η βαρύτητα του εγκλήματος δεν μπορεί να εκτιμηθεί παρά μόνο σε σχέση με τις συνθήκες που το προκάλεσαν; Ο υπαινιγμός είναι περισσότερο από προφανής.


Το υπόλοιπο του άρθρου εγκαταλείπει την κριτική των φασιστοειδών και καταπιάνεται με το κυρίως σώμα του πολιτικού συστήματος. Τα κόμματα εξουσίας. Αυτά που είναι κατά μείζονα λόγο υπεύθυνα για την ανοχή των πράξεων των μειοψηφιών, καθώς είναι εκείνα που όχι μόνο διαμορφώνουν την πολιτική αντίληψη των πολιτών και τους όρους του παιχνιδιού, αλλά χειρίζονται και τους μηχανισμούς της βίας, τους οποίους διαθέτει για την υγιή άμυνα της η κοινωνία.


Ο κ. Γιανναράς μιλάει για κόμματα που "παραπλανούν και ξεγελάνε τον λαό", για καθεστώς "στυγνής κομματοκρατίας", για "πολυσυλλεκτικούς αχταρμάδες, κόμματα ασπόνδυλα με αποδεδειγμένο μηδενιστικό αμοραλισμό και κορυφαίες επιδόσεις ανικανότητας, ανυποληψίας και διαφθοράς". Και τέλος μιλάει για "εμπαιγμό και βασανισμό". Και δεν αναφέρεται πλέον στα φασίζοντα κόμματα της αριστεράς. Αντίθετα περιγράφει τον πυρήνα του πολιτικού μας συστήματος, τους θεσμικούς εκφραστές της δημοκρατίας. Αλήθεια όμως, σε τι είδους δημοκρατία αναφέρεται; Στην δημοκρατία του «εμπαιγμού και του βασανισμού των πολιτών»;


Είναι περισσότερο από σαφές ότι στο δεύτερο αυτό μέρος της ανάλυσής του ο αρθρογράφος δεν κάνει τίποτε άλλο από του να ισχυρίζεται ότι οι ακραίες συνθήκες που θα νομιμοποιούσαν την πολιτική ανυπακοή υπάρχουν ήδη. Γιατί τι άλλο άραγε μπορεί να είναι ο βασανισμός και ο εμπαιγμός των πολιτών σε μια δήθεν δημοκρατία που τις τύχες της ορίζουν πολιτικοί οργανισμοί βυθισμένοι στην διαφθορά και στον μηδενιστικό αμοραλισμό; Εν τέλει φαίνεται ότι, κατά την άποψη του καθηγητή, η στάση των αριστερών κομμάτων δεν είναι η ίδια η νόσος αλλά αντίθετα το απλό σύμπτωμα μιας γενικευμένης παθογένειας που έχει σαν αποτέλεσμα τον πλήρη εκτροχιασμό της έννομης τάξης σε όλα τα επίπεδα. Κλείνοντας ο κ. Γιανναράς διαπιστώνει για πολλοστή φορά την κατάλυση του Συντάγματος, την ύπαρξη έκτακτων αναγκών και την ανάγκη αντίδρασης. Το μόνο που παραλείπει είναι η αναφορά στους τρόπους αυτής της αντίδρασης, ίσως επειδή δεν τολμά ή ίσως επειδή δεν ξέρει τέτοιους. Και περιορίζεται μόνο στους εύγλωττους υπαινιγμούς.


Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνονται νομίζω και από την τελευταία φράση του κειμένου με την οποία ο κ. Γιανναράς αναφέρεται σε "ζούγκλα και παράνοια" και "στον αγώνα για την υπεράσπιση των μέγιστων και τίμιων της ζωής". Το γεγονός όμως ότι το ίδιο ακριβώς θα μπορούσαν να ισχυριστούν αυθαίρετα (αν και με λιγότερο καλά ελληνικά) και όσοι καίνε τα πανεπιστήμια (ότι δηλαδή και αυτοί αγωνίζονται για κάτι μεγάλο και ιερό – έτσι πιστεύουν άλλωστε) καταδεικνύει το βαθμό του αδιεξόδου. Πράγματι, όταν μια κοινωνία φθάσει στο σημείο να περιγράφει τα προβλήματα της με όρους τόσο ακραία ασαφείς, που για τον κάθε ένα υποδηλώνουν ότι θα ήθελε ο ίδιος, έχει με βεβαιότητα χάσει κάθε δυνατότητα επικοινωνίας. Έχει με άλλα λόγια χάσει την ευχέρεια να επιλύει τα προβλήματα της στο πλαίσιο της έννομης τάξης, που δεν μπορεί παρά να είναι συγκεκριμένη και, λίγο πολύ, κοινά κατανοητή από όλους.


Σε μια πολιτεία που κυβερνάται από τον λόγο και τους νόμους τα όρια της ελευθερίας ορίζονται από τα κείμενα του κοινωνικού συμβολαίου και όλοι (ή τουλάχιστον αυτοί που συγκροτούν την πλειοψηφία) πρέπει να συμφωνούν με τους ορισμούς. Όταν στην ερμηνεία των συγκρούσεων αρχίσουν να υπεισέρχονται όροι ιερότητας το νήμα έχει από πολλού χαθεί.


buzz it!

2 σχόλια:

Elias είπε...

Νομίζω ότι είμαστε πολλοί αυτοί που αγαπάμε να μισούμε και μισούμε να αγαπάμε τον Γιανναρά. Κάποιες φορές τον διαβάζω και από καρδιάς τον παραδέχομαι, άλλες φορές μου ‘ρχεται να σκίσω την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (και να του τη δώσω να τη φάει, αν τον είχα μπροστά). Έχει έντονες απόψεις, συχνά φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν και θέλει να πει πολλά σε κάθε κείμενό του –γι’ αυτό και την πατάει– όμως είναι από τους λίγους που έχουν πιάσει τη μη πολιτική, μη οικονομική διάσταση της ελληνικής κακοδαιμονίας και τονίζει διαρκώς το έλλειμμα παιδείας και ηθικής που διαβρώνει τη δημοκρατία μας (το σύστημα που έχουμε, τέλος πάντων, και το αποκαλούμε «δημοκρατία»). Αυτό κυρίως είναι που κρατάω από τις διάφορες τοποθετήσεις του. Όλα τα υπόλοιπά του μπορεί να έχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη (ή μηδαμινή) αξία, κάποιες φορές αντανακλούν απλώς την προσωπική του σύγχυση, όμως καλό είναι να ακούγεται μία φωνή που μιλάει για κριτική ικανότητα, αξιοπρέπεια, αίσθηση δικαίου και άλλες τέτοιες «αστικές» αξίες.

Κατά τ’ άλλα, πολλές φορές ήθελα να σχολιάσω σε κάποια κείμενά σου, όμως τελευταία η κούραση μ’ έχει πάρει από κάτω. Κάθομαι να συμμαζέψω δυο γραμμές και το μυαλό μου είναι σαν λιωμένο παγωτό, δε βγαίνει τίποτα. Μη νομίζεις δηλαδή ότι δε σε παρακολουθώ.

ΕΡΜΙΠΠΟΣ είπε...

Ηλία, νομίζω πως είναι λάθος να θεωρούμε ότι υπάρχουν διαφορετικές διαστάσεις του προβλήματος της ελληνικής κακοδαιμονίας και ότι μπορούμε να περνάμε κάθε φορά τις αναλύσεις μας μέσα από τα ανάλογα πρίσματα για να ανακαλύπτουμε διαφορετικές αποχρώσεις. Το πρόβλημα δεν είναι πολυδιάστατο αλλά πολυεπίπεδο. Και η παιδεία και η ηθική συγκρότηση βρίσκονται στην βάση του οικοδομήματος. Αποτελούν ατομικές ιδιότητες των μελών που συγκροτούν την ομάδα. Όταν τα άτομα έρχονται σε επαφή μεταξύ τους η πολιτική παράγεται από μόνη της ως τρόπος οργάνωσης των σχέσεων. Μετά η οικονομία ως σύστημα διανομής κ.ο.κ. Η ποιότητα των τρόπων αυτών που αναπτύσσει κάθε κοινωνία βρίσκεται σε σχέση άμεσης και αποκλειστικής συνάφειας με την ποιότητα των ατομικών ιδιοτήτων των μελών της. Στην ουσία οι ιδιότητες του κάθε μέλους μετασχηματίζονται και μετουσιώνονται σε ιδιότητες της υπερβατικής οντότητας που είναι η ομάδα. Με την σειρά τους οι ιδιότητες της ομάδας προσδιορίζουν την ποιότητα των τρόπων. Υπό αυτήν την έννοια ο Γιανναράς δεν ανακαλύπτει διαστάσεις αλλά αντίθετα αφού διαπιστώσει το πρόβλημα στο επίπεδο της ανώτερης δομής καταδύεται στον πυθμένα ώστε να διαγνώσει και την αιτιώδη σχέση. Δεν υπάρχει άλλη μέθοδος. Η πολιτική δεν εφευρίσκεται ούτε σχεδιάζεται. Η πολιτική προκύπτει ως αποτέλεσμα. Και για τον λόγο αυτό δεν μπορεί από μόνη της να παραγάγει αποτελέσματα προς τα πίσω, δεν δημιουργεί και δεν διαμορφώνει τις αιτίες της γέννησης της αλλά εξαρτάται από αυτές.