Παρασκευή, Μαρτίου 19, 2010

-Empörung. Ή γιατί δεν μας καταλαβαίνουν οι Γερμανοί.

Empörung: von starken Emotionen begleitete Entrüstung als Reaktion auf Verstöße gegen moralische Konventionen. Ή ελληνιστί: Έκπληξη και θυμός που συνοδεύονται από έντονα συναισθήματα ως αντίδραση στην παραβίαση ηθικών συμβάσεων (από το λεξικό Duden).

Τα χρήματα έρχονται δεύτερα. Άλλωστε δεν τα ζητάμε χάρισμα. Κάποια στιγμή θα τα επιστρέψουμε (λέμε τώρα). Και η θρυλούμενη επείγουσα ανάγκη των ιδίων των γερμανών, για επάνοδο της ευρωζώνης στην ομαλότητα, από τις αταξίες που σωρεύσαμε τόσο καιρό με την ανεμελιά μας, ίσως τελικά να μην είναι τόσο σημαντική. Όλα αυτά είναι πράγματα προσωρινά και άνθρωποι με καλή διάθεση τα ξεπερνούν. Αυτό που μετράει για να αρχίσει η διαδικασία μιας τίμιας συναλλαγής είναι η συμπάθεια. Και η συμπάθεια έχει ως προαπαιτούμενο την ύπαρξη συνάφειας. Στην προκειμένη περίπτωση μια αίσθηση συγγένειας, μια αίσθηση ότι μοιραζόμαστε κοινές αξίες και αντιλήψεις.

Ένα από τα πράγματα που μαθαίνει από πολύ τρυφερή ηλικία ένας γερμανός είναι η έννοια της προσωπικής ευθύνης. Σαν μέλος μιας πανίσχυρης συλλογικότητας, διδάσκεται πρώτα τις υποχρεώσεις του απέναντι στους άλλους και μετά τα όποια δικαιώματα. Η προσωπική ευθύνη έχει ως άξονα τις κοινά παραδεκτές ηθικές αξίες. Και μια από αυτές ορίζει ότι δεν πρέπει να εξαπατάς τον εταίρο σου. Έτσι μπορείς να κτίζεις άνετα το οικοδόμημα σου πάνω στα θεμέλια της καλής πίστης. Που την προσφέρεις απλόχερα ο ίδιος, για να μπορέσεις αργότερα να την εισπράξεις ως ανταπόδοση. Επιπλέον, υπάρχουν κάποια πράγματα που, κάθε φορά, τα κάνεις ή δεν τα κάνεις, όχι επειδή σε συμφέρει ή επειδή μπορεί να έχουν ευχάριστες ή δυσάρεστες προσωπικές συνέπειες. Αλλά γιατί, πολύ απλά, έτσι πρέπει. Επειδή δεν γίνεται, κάτω από το πρίσμα του ηθικού νόμου, να κάνεις διαφορετικά.

Οι γερμανοί μαθαίνουν επίσης από τα μικρά τους χρόνια, ότι ένα από τα πράγματα που πρέπει να αποφεύγουν είναι η έκθεση τους στον ηθικό κίνδυνο. Στην βεβαιότητα δηλαδή, ότι μπορούν να δρουν απερίσκεπτα και ανεύθυνα, χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες. Επειδή θα ξέρουν ότι πάντα θα υπάρχει κάποιος πρόθυμος, ή ακόμη και εκβιαστικά υποχρεωμένος, να τους ξελασπώσει.

Η ταύτιση με το αγαθό είναι αισθητικά ελκυστική. Η ιδιοτελής παραβίαση των κανόνων που έχουμε συναποδεχθεί είναι αντίθετα αισθητικά αποκρουστική και απεχθής. Η ίδια η ζωή είναι μια συνεχής άσκηση αισθητικής.


buzz it!

2 σχόλια:

heinz είπε...

Πάντως Έρμιππε, η προσέγγισή σου σε ό,τι αφορά το Γερμανικό μοντέλο κοσμολογίας, πιο πολύ σε Max Weber παραπέμπει, παρά σε ζητήματα αισθητικής (που θα παρέπεμπε π.χ. στον Bourdieu).

ΕΡΜΙΠΠΟΣ είπε...

Heinz, τι ευχάριστη έκπληξη! Και να σκεφθείς ότι μόλις εχθές διάβασα την σχετική σου ανάρτηση.

Το κείμενο μου έχει τίτλο "Γιατί δεν μας καταλαβαίνουν οι Γερμανοί;". Θα μπορούσε αυτός ο τίτλος να είναι "Γιατί εμείς οι Έλληνες δεν καταλαβαίνουμε τους Γερμανούς;" χωρίς να αλλάξει το παραμικρό στο περιεχόμενο. Υπό αυτήν την έννοια και υπό το φως των όσων γράφεις παραπέμπει μάλλον κατ' ευθείαν και χωρίς περιττές παρακάμψεις στο "διανοητικό φράγμα" που δημιουργεί την έννοια του "αδιανόητου".

Σε κάθε περίπτωση, θα αρνηθώ να μπω στον πειρασμό της ένταξης σε ένα από τα κυρίαρχα ρεύματα σκέψης. Όταν προσπαθούμε να περιγράψουμε κάτι, δεν κάνουμε τίποτε περισσότερο από του να προβάλλουμε προς τα έξω το είδωλο που είναι ήδη σχηματισμένο στο μυαλό μας. Αυτό και μόνο αυτό. Κάθε προσπάθεια να πούμε αυτό το κάτι με πολλούς τρόπους, υπό το φως κάθε φορά μιας άλλης κοσμοαντίληψης, είναι ατελής, επειδή προσκρούει σε αυτό που λες "τυφλό σημείο μας". Το τυφλό αυτό σημείο είναι κάτι που δεν μπορούμε να ξεφορτωθούμε όσο και αν προσπαθήσουμε. Γι' αυτό πιστεύω ότι οι αναφορές σε ονόματα δεν βοηθούν. Όταν π.χ. ασπάζομαι σε θεμελιώδες επίπεδο τις αντιλήψεις του Luhmann είναι αδύνατον να σκεφθώ με τον τρόπο του Bourdieu. Όσο και αν προσπαθήσω θα τον βλέπω πάντα μέσα από παραμορφωτικούς καθρέπτες του δικού μου αδιανόητου και ως εκ τούτου η κριτική μου θα είναι πάντα άδικη. Αν θυμάσαι σε μια παλαιότερη κουβέντα μας είχα πει ότι ο άνθρωπος είναι αναλογική μηχανή, κάτι με το οποίο συμφώνησες. Υπό αυτήν την έννοια όταν μιλάμε, μιλάμε πάντα για μας και όχι για τους άλλους. Και ακόμη περισσότερο, υπό αυτήν την έννοια, καμία από τις θεωρίες που εξηγούν τον κόσμο δεν υπάρχει παράλληλα με τις άλλες. Υπάρχει επάλληλα και η σειρά διάταξης από το κέντρο προς την περιφέρεια προσδιορίζεται, για κάθε υποκείμενο, από το πλέον ελκυστικό σε αυτό (στο υποκείμενο) θεμελιώδες στοιχείο της κάθε μιας.

Για παράδειγμα, όταν οι συνάψεις μου με θέλουν να έρχομαι σε σημείο ισορροπίας μόνο μέσω της αντίληψης του νοήματος, μου είναι αδύνατον να κατανοήσω πραγματικά την μαρξιστική ανάλυση. Εννοώ να την κατανοήσω με τρόπο που να την τοποθετεί παράλληλα με την δική μου ανάλυση, ως διαφορετική. Αντίθετα θα την κρίνω με τα δικά μου εργαλεία και θα την εντάξω ως μέρος της δικής μου, μέρος που διαμορφώθηκε ψευδώς ως διαφορετικό, επειδή δεν έγινε χρήση όλων των παραμέτρων ή επειδή υπήρξε λανθάνουσα λογική αντίφαση στις περίπλοκες εξισώσεις. Το τυφλό σημείο μου θα είναι η ασυνείδητη υποβάθμιση του κεντρικού σημείου εκκίνησης. Και αυτό διότι η ταυτόχρονη διαισθητική πρόσληψη αντιφατικών αξιωμάτων είναι αδύνατη.

Ως οπαδός λοιπόν του Luhmann μπορώ πολύ εύκολα να καταπιώ και να εξαφανίσω τον Bourdieu, με την αγνόηση της δικής του (ανύπαρκτης) αξιωματικής διάστασης του κεφαλαίου, την ένταξη των μορφών του στην δική μου (μόνη αληθινή) αξιωματική κατηγορία του νοήματος και την κατάλληλη αλλαγή των ποσοδεικτών προς όφελος του οικονομικού συντελεστή. Μετά θα έχω όλο το ελεύθερο να ανακατέψω στις εξισώσεις μου, χωρίς καλά καλά να το καταλαβαίνω, και τα ζητήματα της αισθητικής, που σχετίζονται απευθείας με το νόημα, κείνται σε έναν κύκλο βαθύτερο από αυτόν των συντελεστών και για τον λόγο αυτό επηρεάζουν πρωτογενώς τους ποσοδείκτες.

Δεν διαφωνώ με τίποτε από αυτά που λες, για την σημασία της αφήγησης που διαμορφώνει την κουλτούρα. Πιστεύω όμως ότι για να υπάρξει αφήγηση πρέπει να υπάρχει συλλογικότητα. Αγαθό εν ανεπαρκεία στην σημερινή ελληνική κοινωνία. Με αποτέλεσμα η όποια αφήγηση να κατακερματίζεται σε χιλιάδες μικρά κομμάτια, να περιορίζεται στα ενδιαφέροντα των ολοένα και μικρότερων κύκλων που λειτουργούν ως ξένοι μεταξύ τους και ως εκ τούτου να αδυνατεί να παράγει υψηλής στάθμης νόημα. Διότι η παραγωγή τέτοιου νοήματος είναι δυνατή μόνον μέσω αφηγήσεων που αναπαράγονται σε μεγάλη κλίμακα και προκαλούν την κατάλληλη μετατόπιση του μεγέθους των ποσοδεικτών. Για να θυμηθούμε και λίγο τον Bourdieu, τον κατά την ταπεινή μας γνώμη κακό και ανεπίδεκτο μαθήσεως μαθητή του Luhmann.